-
1 ἀπο-στυφελίζω
ἀπο-στυφελίζω (s. στυφελίζω), mit Gewalt wegdrängen, vertreiben, αὐτὸν ἀπεστυφέλιξεν Iliad. 16, 703; νεκροῦ ἀπεστυφέλιξαν 18, 158; μόχϑων Iul. Aeg. 58 (VII, 603).
1 ἀπο-στυφελίζω
ἀπο-στυφελίζω (s. στυφελίζω), mit Gewalt wegdrängen, vertreiben, αὐτὸν ἀπεστυφέλιξεν Iliad. 16, 703; νεκροῦ ἀπεστυφέλιξαν 18, 158; μόχϑων Iul. Aeg. 58 (VII, 603).